- μυρτάτοι
- μυρτάτοι και μουρτάτοι, οἱ (Μ)ονομασία σώματος τοξοτών φρουρών στον περίβολο τού βυζαντινού παλατιού κατά τους τελευταίους αιώνες τής αυτοκρατορίας, το οποίο ήταν συγκροτημένο από μουρτάτους, δηλαδή εκχριστιανισμένους αλλοεθνείς.
Dictionary of Greek. 2013.